προσαφιγμέναι

προσαφιγμέναι
προσαφῑγμέναι , προσαφικνέομαι
arrive and join
perf part mp fem nom/voc pl
προσαφῑγμένᾱͅ , προσαφικνέομαι
arrive and join
perf part mp fem dat sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προσαφικνούμαι — έομαι, Α [ἀφικνοῡμαι] 1. φθάνω σε κάποιο μέρος, ιδίως για συνένωση με στρατιωτική δύναμη («προσαφιγμέναι γὰρ ἦσαν καὶ οἴκοθεν ἄλλαι νῆες πέντε καὶ τριάκοντα», Θουκ.) 2. πλησιάζω, προσεγγίζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”